Τρίτη 26 Μαρτίου 2013


Δημήτρης Μπαλτᾶς

Γκουστάβο Γκουττιέρες, Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης, μετ. Κ. Παλαιολόγος, Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα, 2012, σελ. 646

Ὕστερα άπό τέσσερις δεκαετίες μεταφράζεται καί στήν ἑλληνική τό βιβλίο τοῦ ἱερέα καί θεολόγου Γκ. Γκουτιέρρες. Τό ἔργο ἀποτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, τήν καλύτερη ἴσως σύνοψη τῶν ἰδεῶν τοῦ ὁμώνυμου κινήματος πού ἀναπτύχθηκε στίς χῶρες τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.
Εἶναι ἐξαιρετικά χρήσιμη ἡ ἐκτενής «Εἰσαγωγή» (σσ. 15-88) πού ἔχει προσθέσει ὁ Γκουτιέρρες στήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου κατά τό 1988, στήν ὁποία βασίστηκε καί ἡ παροῦσα μετάφραση. Στήν «Εἰσαγωγή» αὐτή ἐπισημαίνονται οἱ (ἀναμενόμενες, οὕτως ἤ ἄλλως) κρίσεις καί ἐπικρίσεις πού διατυπώθηκαν στά εἴκοσι χρόνια πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ κινήματος. Εἶναι βέβαιο ὅτι «ἡ περιθωριοποίηση τῶν ἰνδιάνων καί τῶν μαύρων εἶναι καταστάσεις πού δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε οὔτε ὡς ἀνθρώπινα ὄντα οὔτε ἀκόμα περισσότερο ὡς χριστιανοί» (σ. 27).
Συνοψίζει στήν «Εἰσαγωγή» τοῦ 1988 ὁ Γκουττιέρες τήν ἔννοια τῆς ἀπελευθέρωσης (σσ. 68-71), ἐνῶ τονίζει τήν ἄποψη τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ ὅτι «ἡ Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης δέν εἶναι μόνο ἐπίκαιρη ἀλλά εἶναι χρήσιμη καί ἀναγκαία» (σ. 83).
Ἀπό νωρίς ἔγινε κατανοητό, κατά τόν Γκουτιέρρες, ὅτι ἡ φτώχεια γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, εἶναι «ἀπότοκο τῆς ἀνάπτυξης ἄλλων χωρῶν» (σ. 129), οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν κυριαρχία οἰκονομική καί κοινωνική-πολιτική στούς λαούς της. Ἐάν ἀναζητηθεῖ μία ὁρισμένη λύση καί μάλιστα προταθεῖ σάν λύση ἡ ἐξέγερση τῶν λαῶν, αὐτή ἡ ἐξέγερση θά πρέπει νά παρουσιασθεῖ «ὡς διαμαρτυρία ἐνάντια στόν πλοῦτο» (σ. 131).
Ὅπως φαίνεται, ὁ σ. γνωρίζει καλῶς τόσο τίς σχετικές κοινωνιολογικές θεωρίες (βλ. ἐνδεικτικῶς σσ. 135-141, 200-207) ὅσο καί τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί ἑρμηνεῖες (βλ. ἐνδεικτικῶς σ. 146, σσ. 273-296, σσ. 330-365, σσ. 473-489). Μέ ἀφετηρία τήν «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης» παρέχεται μία νέα ἀνάγνωση τοῦ ἠθικοπλαστικοῦ χαρακτῆρα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος, ἡ ὁποία ἀφορᾶ σέ μία «πολιτική διάσταση» (σ. 160).
    Εἶναι «ὀδυνηρό» ἀλλά ἀναμφισβήτητο ὅτι «ἕνα εὐρύ τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει σχέσεις μέ ὅλους ὅσοι κατέχουν σήμερα τήν οἰκονομική καί πολιτική ἐξουσία στόν κόσμο» (σ. 177). Ἀσφαλῶς αὐτό δυσχεραίνει τήν προπάθεια τῶν ἱερέων πού προσανατολίζονται σ’ ἕνα διαφορετικό κοινωνικό στόχο. Ἔτσι εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀποσυνδεθεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν Λατινική Ἀμερική- καί ὅπου ἀλλοῦ- ἀπό τήν σχέση της μέ τήν καθεστηκυῖα τάξη, νά πλησιάσει τούς φτωχούς καί τούς περιθωριοποιημένους (πβ. σ. 257) καί νά ἔλθει σέ ρήξη μέ τήν «ἄδικη τάξη πραγμάτων» (σ. 262). Εἶναι πολύ διαφορετική καί ἐνδιαφέρουσα, νομίζω, ἡ ἑρμηνεία ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέως τῆς ἁμαρτίας ὡς «κοινωνικοῦ καί ἱστορικοῦ γεγονότος καί ὡς ἀπουσίας ἀδελφοσύνης καί ἀγάπης στίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων» (σ. 322). 
Ὁπωσδήποτε πάντως ἡ ἐπιστροφή τοῦ κόσμου μας στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ (βλ. σ. 425) εἶναι μᾶλλον ἀνέφικτη. Γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται κριτική καί αὐτοκριτική ὕστερα ἀπό ὥριμη σκέψη. Παραδέχεται ὁ σ. ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νά μεταβληθεῖ τό εὐαγγελικό κήρυγμα σέ «ἐπαναστατική ἰδεολογία» (σ. 449). Ἔτσι ὁ θεολογικός στοχασμός θά πρέπει, κατά τόν Γκουτιέρρες, νά στραφεῖ πρός τήν «στράτευση τῆς ἀγάπης» (σ. 493) γιά νά ἔχει ἐπικαιρότητα καί χρησιμότητα.
Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ θέσεις τοῦ κινήματος καί τοῦ βιβλίου πού παρουσιάζω σήμερα, χαρακτηρίζονται ἀπό ριζοσπαστική διάθεση, ἀνιδιοτέλεια καί προσεκτικό ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Σ’ ἕνα βαθμό, καί ἰδιαιτέρως  λόγῳ τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν καί ὁρισμένη ἐπικαιρότητα. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, -καί γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς- ἡ καθεστηκυῖα τάξη πραγμάτων οὔτε εὐνόησε οὔτε εὐνοεῖ αὐτόν τόν ριζοσπαστισμό ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω πάντως ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία (καί ὄχι μόνον ἐκ τῆς διδασκαλίας της) ἔρχεται σήμερα, περισσότερο ἤ λιγότερο, κοντά στόν κόσμο τῶν φτωχῶν καί καταφρονεμένων, ἔστω κι ἄν τό κίνημα τῆς «θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης» ἔχει ἱστορικά ἀποτύχει.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013



Δημήτρης Μπαλτᾶς

Ὄψεις τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας
στήν ρωσσική σκέψη τοῦ 19ου αἰ.

Ἡ θεωρία τοῦ ἀναρχισμοῦ (= ἐπαναστατικοῦ σοσιαλισμοῦ) ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερο κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως. Ἀπό μεθοδολογικῆς πλευρᾶς, ὁ Ν. Μπερντιάγιεφ (1874-1948) προτείνει τήν διάκριση τοῦ ἀναρχισμοῦ ἀπό τήν ἀναρχία, ὅταν γράφει ὅτι «ὁ ἀναρχισμός εἶναι ἀντίθετος ὄχι στήν τάξη, στή δομή, στήν ἁρμονία, ἀλλά στήν ἐξουσία, στή βία, στήν αὐτοκρατορία τοῦ Καίσαρα». Ἡ ἀναρχία εἶναι χάος καί δυσαρμονία, δηλαδή ἀσχήμια» (βλ. Δ. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι, 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002, σ. 112). Πέρα ἀπό τήν διάκριση αὐτή μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά συμφωνήσει ἤ νά διαφωνήσει κανείς, εἶναι γεγονός ὅτι μεγάλοι εἰσηγητές τῶν ἀναρχικῶν θεωριῶν ἦσαν οἱ Ρῶσσοι πρίγκηπες Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876) καί Πιότρ Κροπότκιν (1842-1921), οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν ὁμοιότητες ἀλλά καί διαφορές στίς ἀντιλήψεις τους.
Δέν εἶναι ἴσως πολύ γνωστό ὅτι ὁ Μπακούνιν διακρίνει, μεταξύ ἄλλων, τήν πατρίδα ἀπό τό κράτος. Στό πλαίσιο αὐτό γράφει χαρακτηριστικά ὅτι «ἡ Πατρίδα ἀντιπροσωπεύει τό ἱερό καί ἀδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου, κάθε ὁμάδας ἀνθρώπων, ἑνώσεων, κοινοτήτων, περιοχῶν, ἐθνῶν νά αἰσθάνονται, νά σκέπτονται, νά δροῦν μέ τόν δικό τους τρόπο» (H. Arvon, Μπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Ἀθήνα, 2009, σ. 112).
Ὁπωσδήποτε ὁ καταπιεστικός χαρακτήρας τοῦ κράτους, πού προκαλεῖ τήν ἀπέχθεια τοῦ Μπακούνιν, συνδέεται καί μέ ἄλλους θεσμούς πού λειτουργοῦν καταπιεστικά ὅπως εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ θρησκεία. Στό σημεῖο αὐτό θά τονισθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀπορρίπτει τόν ἔντονο κρατισμό πού διαφαίνεται σταδιακά μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἔχει λεχθεῖ ὅτι «ἀπό τό 1866 ὁ Μπακούνιν προβλέπει ὅτι τό δεσποτικό Κράτος πού δημιουργεῖται ἀπό τόν κομμουνισμό θά γεννήσει μιά ἐκμεταλλεύτρια καί προνομιοῦχο τάξη, δηλαδή τή γραφειοκρατία» (H. Arvon, ὅ.π., σ. 101).
Ἕνα ἄλλο κεντρικό σημεῖο τῆς θεωρίας τοῦ Μπακούνιν πού εἶναι ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός του, ὁ ὁποῖος διαμορφώνεται, ἐπίσης σταδιακά, στήν σκέψη του μέχρι τό ἔργο του «Θεός καί κράτος» (1882). Ἐνῶ δέχεται ὅτι «δέν ἀρνούμαστε τήν ἱστορική ἀναγκαιότητα τῆς θρησκείας» (Η. Arvon, ὅ.π., σ. 130), ἐν συνεχείᾳ ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική ἐναντίον τοῦ ἱστορικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀρνούμενος παράλληλα τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ. Ἀσφαλῶς τά ἐπιχειρήματα τοῦ Μπακούνιν ἐμπεριέχουν μία ἱστορική ἀλήθεια ἤ καί μία λογικοφάνεια. Ὡστόσο, ἀποφάνσεις τοῦ Μπακούνιν ὅπως «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, τό ἀγαθό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ψέμα, ἡ ἀδικία, τό κακό» (H. Arvon, ὅ.π., σ. 132) εἶναι προφανῶς αὐθαίρετες.
 Πνεῦμα ἀνήσυχο, μέ ἀρνητική τῶν πάντων διάθεση, φύση ἐπαναστατική, ὁ Μπακούνιν προκάλεσε τό ἐνδιαφέρον ἀλλά καί τήν ἀπόρριψη τῶν συγχρόνων του (λ.χ. τοῦ Προυντόν, τοῦ Μάρξ κ.ἄ.). Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ἰβάν Τουργκένιεφ παρουσίασε λογοτεχνικά τήν φυσιογνωμία τοῦ Μπακούνιν στό ἀριστούργημά του «Ρούντιν», στό ὁποῖο ὁ ὁμώνυμος ἥρωας πεθαίνει στά ὁδοφράγματα τοῦ Παρισιοῦ (ἑλλην. μετ. Ζ. Νάσιουτζικ, Πλέθρον, Ἀθήνα, 1982, σσ. 148-149).  
Στό σημεῖο αὐτό -καί προτοῦ νά ἀναφερθῶ στόν δεύτερο σημαντικό εἰσηγητῆ τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας στήν Ρωσσία- θά σημειώσω ὅτι ὁ Μπακούνιν οὐδέποτε ἀπεδέχθη τίς μακιαβελικῆς ἀποχρώσεως ἀπόψεις τοῦ Σ. Νετσάγιεφ (1847-1882) πού οἱ μεταγενέστερες γενιές τῶν Ἀναρχικῶν ἐπικαλοῦνται ἐνίοτε κατά τήν τέλεση βιαίων πράξεων. Εἶναι πάντως γεγονός ὅτι ὁ μεγάλος Ρῶσσος μυθιστοριογράφος Φ. Ντοστογιέφσκι (1821-1881) ἀπεικόνισε λογοτεχνικά τήν μορφή τοῦ Σ. Νετσάγιεφ στό πρόσωπο τοῦ Πιότρ Βερχοβένσκι στούς Δαιμονισμένους. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι διέθετε πολλές πληροφορίες γιά τήν ριζοσπαστική ὀργάνωση τοῦ Νετσάγιεφ, διότι τόν φοιτητῆ Ἰβάνωφ, τόν ὁποῖο ἐκτέλεσε ὁ ἴδιος ὁ Νετσάγιεφ τό 1869, τόν εἶχε γνωρίσει προσωπικά ὁ κουνιάδος τοῦ Ρώσσου μυθιστοριογράφου (Βλ. σχετικῶς Μ. Μπράουν, Ντοστογιέφσκι. Ἡ ζωή του μέσα ἀπό τό ἔργο του, μετ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Ἐκδόσεις Ἐκκρεμές, Ἀθήνα 2008, σ. 283).
Ὁ δεύτερος μεγάλος Ρῶσσος ἀναρχικός εἶναι ὁ Πιότρ Κροπότκιν. Ἐνῶ ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τήν καταστροφή τοῦ κράτους ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἀναδιοργάνωση τῆς κοινωνίας (H. Arvon, ὅ.π., σ. 177), ὁ Κροπότκιν ἀναφέρεται στό ἀσύμβατο μεταξύ τοῦ κράτους καί τῆς ἐπαναστάσεως.
Κατά μία ἄποψη, ὁ Κροπότκιν «ἔβλεπε σάν θεμέλιο τῆς ἐλεύθερης κοινωνίας τήν ἀλληλοβοήθεια πού ὑπῆρχε στίς προκαπιταλιστικές κοινωνίες καί ἐπιζοῦσε ἀκόμη στίς ἀγροτικές κοινότητες τῆς Ρωσσίας» (Ol. Clement, Tό πνεῦμα τοῦ Σολζενίτσυν, μετ. Ἑ. Δαλαμπίρα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, χ.χ., σ. 314). Προφανῶς ἡ ἄποψη αὐτή ἐρείδεται στό ἔργο τοῦ Κροπότκιν «Ἀλληλοβοήθεια», ὅπου πράγματι ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ἀναφέρεται στίς προσπάθειες τῆς κοινοτικῆς ἰδιοκτησίας τῆς Ρωσσίας (ἑλλην. μετ. Ε. Στεφανοπούλου, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2009, σσ. 209-210).
Μεταξύ τῶν ἐνδιαφερόντων σημείων τῆς θεωρίας τοῦ Κροπότκιν εἶναι ἡ ἠθική τοῦ ἀναρχισμοῦ, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ τόσο στό εὐσύνοπτο κείμενο «Ἡ ἀναρχική ἠθική» ὅσο καί στό ἐκτενές ἔργο «Ἠθική». Στό πρῶτο ἐξ αὐτῶν κείμενο διατυπώνει τήν θέση: «Κάνε στούς ἄλλους αὐτό πού θά ἤθελες νά κάνουν ἐκεῖνοι σέ σένα ὑπό τίς ἴδιες περιστάσεις» (Ἡ ἀναρχική ἠθική, μετ, Ν. Ἀλεξίου, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 2000, σ. 45). Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀναλυτικότερη «Ἠθική» τοῦ Κροπότκιν ἀποτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, μία κριτική ἱστορική παρουσίαση τῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀπό τούς πρωτογόνους λαούς μέχρι καί τόν 19ο αἰ. Ἀκριβέστερα ὁ Κροπότκιν θεωρεῖ τήν ἀλληλοβοήθεια καί τήν δικαιοσύνη ὡς τίς βάσεις τῆς νατουραλιστικῆς ἠθικῆς θεωρίας του (βλ. σχετικῶς «Ἠθική», μετ. Β. Τομανάς, Νησίδες, σσ. 36-37). Ἀπορρίπτει δέ ὁ Κροπότικιν τήν ἠθική τοῦ χριστιανισμοῦ, καθ’ ὅσον καί ὁ ἴδιος διαπιστώνει μία «ἀσυμφωνία ἀνάμεσα στίς ἠθικές ἐντολές τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί στή ζωή τῶν κοινωνιῶν πού αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανικές» («Ἠθική», ὅ.π., σ. 31). Νομίζω ὅμως ὅτι ἀπό τήν μή ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν ὑπό τῶν χριστιανῶν δέν συνάγεται ὅτι ἡ ἠθική τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἀπορριπτέα.
Οἱ παράμετροι τῆς θεωρίας τοῦ ἀναρχισμοῦ ὅπως αὐτές παρουσιάζονται στά ἔργα τῶν Ρώσσων θεωρητικῶν Μ. Μπακούνιν καί Π. Κροπότκιν προκάλεσαν ἰδιαιτέρως τήν ἀντίδραση τῶν ἐκπροσώπων τοῦ λεγομένου «ἐπιστημονικοῦ σοσιαλισμοῦ». Ἔτσι οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐπικρίθηκαν τόσο ἀπό τόν Κ. Μάρξ ὅσο καί ἀπό τόν Βλ. Λένιν (1870-1924, καί μάλιστα θεωρητικά καί πρακτικά. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μπακούνιν καί οἱ ὀπαδοί του ἐκδιώχθηκαν κατά τό 1872 ἀπό τήν «Διεθνῆ». Ἀργότερα, ὅταν οἱ μπολσεβίκοι κυριάρχησαν στήν Ρωσσία, ὁ Κροπότκιν πού ἀρχικά χαιρέτησε τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἄσκησε ἐν συνεχείᾳ σκληρή κριτική στόν Λένιν, πρᾶγμα πού ὁδήγησε στήν ἀπομόνωσή του. Παράλληλα, τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Ἀναρχικοί συλλαβάνονταν καί φυλακίζονταν ἀπό τίς σοβιετικές Ἀρχές (Βλ. ἀναλυτικῶς Ἔ. Γκόλντμαν, Ἡ ἀπογοήτευσή μου στή Ρωσία, μετ. Δ. Κερεβάντη, Γ. Βαλοῦρδος, Ἀπόπειρα, Ἀθήνα 2009, σ. 88, σ.  128). Ἡ κηδεία τοῦ Π. Κροπότκιν θεωρεῖται ὅτι ἦταν καί ἡ τελευταία συγκέντρωση ὅπου κυμάτισαν οἱ μαῦρες σημαῖες τῶν Ἀναρχικῶν στήν Ρωσσία τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀναφερόμενη στήν κηδεία τοῦ Κροπότκιν, ἡ Ἔ. Γκόλντμαν γράφει ὅτι «καθώς ἡ πομπή περνοῦσε ἀπό τό Μουσεῖο Τολστόϊ, τά λάβαρα χαμήλωσαν, ἀποδίδοντας τιμή στή μνήμη ἑνός ἄλλου μεγάλου τέκνου τῆς Ρωσίας. Μιά ὁμάδα Τολστοϊκοί στά σκαλοπάτια τοῦ Μουσείου ἔπαιζαν τό ‘’Πένθιμο ἐμβατήριο’’ τοῦ Σοπέν, ἐκφράζοντας ἔτσι τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό τους γιά τόν Κροπότκιν» (Ἡ ἀπογοήτευσή μου στή Ρωσία, ὅ.π., σ. 205).
Στήν σύντομη σημερινή ἀναφορά στούς ἐκπροσώπους τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας στήν ρωσσική σκέψη ἔγινε προσπάθεια νά σκιαγραφηθοῦν ὁρισμένες μόνον παράμετροι τῶν σχετικῶν ζητημάτων, περισσότερο ἤ λιγότερο γνωστές.
Τό 2014 συμπληρώνονται 200 χρόνια ἀπό τήν γέννηση τοῦ Μιχαήλ Μπακούνιν. Καί ἡ ἐπέτειος αὐτή εἶναι μία κατάλληλη εὐκαιρία νά ἐπανεκδοθοῦν (σέ καλύτερες μετσαφράσεις) καί νά ἀναγνωσθοῦν τά ἔργα του. Διότι νομίζω ὅτι στά χρόνια πού ἔχουν μεσολαβήσει, οἱ ἀσπαζόμενοι τίς ἀπόψεις τῶν μεγάλων αὐτῶν θεωρητικῶν τοῦ ἀναρχισμοῦ ἔχουν ἐλάχιστα ἀνατρέξει στά ἔργα τους.

(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στήν ἐφημ. Ρήξη)




Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013




Dimitris Baltas


Мария Вениаминовна Юдина


Προσφάτως στήν σειρά The Russian Archives ἐξεδόθησαν 3 cd μέ τίτλο Maria Yudina plays Bach, Beethoven, Brahms, Liszt, ἔκδ. Brillant classics 2012 (πρῶτες καταγραφές 1948-1958).
Mέ ἀφορμή τήν ἔκδοση αὐτή θά σημειώσω σήμερα λίγα πράγματα γιά τήν σπουδαία μουσικό.
Ἡ Μαρία Γιουντίνα (1899-1970) σπούδασε στό Ὠδεῖο τῆς Ἁγίας Πετρούπολης. Ἀναδείχθηκε μοναδική γιά τό παίξιμο ἐκ μέρους της ἔργων τῆς κλασσικῆς μουσικῆς. Εἶναι δέ γνωστή (καί ὄχι μόνον ἀπό τόν Ντμ. Σοστακόβιτς) ἡ ἱστορία τοῦ ὑπέρμετρου θαυμασμοῦ τοῦ Στάλιν γιά τό κοντσέρτο ἀρ. 23 τοῦ Μότσαρτ τήν ἐκτέλεση τοῦ ὁποίου ἄκουσε στό ραδιόφωνο νά ἀποδίδει ἡ ἴδια ἡ Γιουντίνα. Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ὁ Στάλιν ζήτησε καί ἠχογραφήθηκε μέσα σέ μία νύχτα τό ἕνα καί μοναδικό ἀντίτυπο τοῦ συγκεκριμένου ἔργου (μάλιστα ἡ κόπια σώζεται μέχρι σήμερα).
Ἀλλά, ἐνῶ ὁ Στάλιν ἐθαύμαζε τήν μεγάλη πιανίστρια, ἡ ἴδια ἐξέφραζε ἀνοιχτά τήν ἀντίθεσή της γιά τήν πολιτική τῶν συλλήψεων καί τῶν ἐκτελέσεων πού ὁ ἴδιος ἐφήρμοζε συστηματικά. Ὡστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, ἡ Γιουντίνα οὔτε συνελήφθη, οὔτε βασανίστηκε (καί βεβαίως δέν ἐκτελέστηκε ἀπό τό σοβιετικό καθεστώς, ὅπως συνέβη μέ ἑκατοντάδες συγγραφεῖς καί καλλιτέχνες).
Ἐκτός ἀπό τίς παρουσιάσεις ἔργων τοῦ κλασσικοῦ ρεπερτορίου, πού ἐκδίδονται τά τελευταῖα χρόνια, θά εἶχε ἐνδιαφέρον νά ἐκδοθοῦν κάποτε καί οἱ διαλέξεις τῆς Γιουντίνα πάνω σέ ζητήματα τέχνης πού εἶχε κατά καιρούς δώσει.