Κυριακή 2 Ιουνίου 2019


Δημήτρης Μπαλτᾶς

Θ.Π. Παπαθανασίου, Ἕνας Ἰάπωνας δίχως σχιστά μάτια. Νικόλαος Κασάτκιν, ὁ εὐαγγελιστής τῶν Ἰαπώνων, Ἁρμός , Ἀθήνα 2018, σελ. 112

Τό βιβλίο Ἕνας Ἰάπωνας δίχως σχιστά μάτια τοῦ Θανάση Παπαθανασίου ἀναδεικνύει ὄψεις τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Νικολάου Κασάτκιν (1836-1912). Συνάπτεται βεβαίως ἐδῶ τό ἱστορικό μέ τό θεολογικό (= ἱεραποστολικό) στοιχεῖο.
Στά χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς καί ποιμαντικῆς παρουσίας τοῦ Ρώσου Νικολάου Κασάτκιν στήν Ἰαπωνία ξέσπασε ὁ ρωσσο-ιαπωνικός πόλεμος (8 Φεβρ. 1904-5 Σεπτ. 1905).
Οἱ δύο πλευρές, τῶν Ρώσσων καί τῶν Ἰαπώνων, ἐνεπλάκησαν σέ ἕναν πόλεμο ἐκκινούμενοι ἀπό ἕνα πνεῦμα ἰμπεριαλιστικό, καί μάλιστα μέ τίς εὐλογίες τόσο τῆς διοικούσης Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί τῶν βουδιστῶν ἱερέων. Θά πρέπει νά ἀποκλεισθεῖ ἡ συμμετοχή Ρώσσων βουδιστῶν ὡς στρατιωτῶν στόν πόλεμο τοῦ 1904-1905, ἐκτός ἴσως ἀπό βουδιστές πού ἀφομοιωθεῖ ἀπό τήν ρωσσική Αὐτοκρατορία. Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι γνωστό ὅτι ὁ βουδιστής ἱερέας Soyen Shaku (1860-1919) παρακινοῦσε τούς Ἰάπωνες βουδιστές γιά πόλεμο.
Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτό τό γεγονός τῆς ρωσσοϊαπωνικῆς σύγκρουσης ὁ Κασάτκιν ἀπευθύνθηκε μέ δύο χαρακτηριστικά κείμενά του στό ὀρθόδοξο ἰαπωνικό ποίμνιό του, τήν ἐγκύκλιο τῆς 11ης  Φεβρ. 1904 καί τήν δήλωσή του στήν Japan Mail στά μέσα Φεβρ. 1904.
Τό κείμενο τῆς ἐγκυκλίου (τῆς 11ης Φεβρ. 1904) τοῦ Κασάτκιν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐκπληρῶστε, ἀδελφοί καί ἀδελφές, ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἀπό σᾶς τό καθῆκον σας ὡς πιστῶν ὑπηκόων. Νά δέεστε στόν Θεό γιά νά παρέχει νίκες στίς αὐτοκρατορικές σας στρατιές,  νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό γιά τίς νίκες πού θά δωρίζει, νά προσφέρετε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ πολέμου. Ἐσεῖς πού θά κληθεῖτε στά πεδία τῶν μαχῶν, πρέπει νά πολεμήσετε χωρίς νά νοιάζεστε γιά τή ζωή σας, ὄχι ὅμως ἀπό  μίσος κατά τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλά ἀπό ἀγάπη γιά τούς συμπατριῶτες σας, ἐνθυμούμενοι τούς λόγους τοῦ Σωτῆρα: "μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τήν ψυχήν αὐτοῦ θῆ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ" (Ιω. 5:13). Μέ δύο λόγια, κάντε ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἀπό σᾶς ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα [...]. Ὅμως, ἐκτός ἀπό τήν ἐπίγεια πατρίδα ἔχουμε καί ἐπουράνια. Σ' αὐτήν ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀδιακρίτως ἐθνικότητας, διότι ὅλοι εἶναι ἐξἴσου παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα καί ἀδέλφια μεταξύ τους. Ἡ πατρίδα μας αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας εἴμαστε ὅλοι ἐξ ἴσου μέλη, καί στήν ὁποία τά παιδιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα ἀπαρτίζουν πραγματικά μία καί τήν αὐτή οἰκογένεια. Ὡς ἐκ τούτου δέν χωρίζομαι ἀπό σᾶς, ἀδελφοί καί ἀδελφές, ἀλλά παραμένω στήν οἰκογένεια πού εἶναι δική σας, ὅπως καί δική μου. Ἀπό κοινοῦ καλούμαστε νά ἐκπληρώσουμε τά καθήκοντά μας προς τόν οὐράνιο Πατέρα μας, ὅπως ἁρμόζει στόν καθένα μας». (Παπαθανασίου, σσ. 21-22)
Τό κείμενο τῆς δήλωσής τοῦ Κασάτκιν (μέσα Φεβρ. 1904) ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μέχρι τώρα [δηλ. πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τοῦ πολέμου] προσευχόμουν γιά τήν νίκη καί τήν εἰρήνη τοῦ Ἰάπωνα αὐτοκράτορα∙ ὅμως τώρα, σέ συνθῆκες πολέμου, δέν μπορῶ, ὡς Ρῶσσος ὑπήκοος, νά προσεύχομαι ἡ πατρίδα μας να νικηθεῖ ἀπό ἕναν ἐχθρό. Ἔχω, ὅπως κι ἐσεῖς, χρέος ἀπέναντι στήν πατρίδα μου, και γι’ αὐτό χαίρομαι  πού βλέπω ὅτι ἀντιλαμβάνεστε τό δικό σας χρέος ἀπέναντι στην πατρίδα σας» (Θ.Ν. Παπαθανασίου, σσ. 22-23).
Μέ ἀφετηρία λοιπόν τήν τοποθέτηση τοῦ Κασάτκιν στόν ρωσσο-ιαπωνικό πόλεμο θά κάνω μία ἰδιαίτερη ἀναφορά σ’ αὐτόν μέσα ἀπό τίς ἀπόψεις δύο φωνῶν πού εἶδαν ἀρνητικά τήν συμμετοχή ἰδίως τῆς Ρωσίας στόν πόλεμο τοῦ 1904. Συγκεκριμένα θα παρουσιάσω τίς ἀπόψεις τοῦ Λέοντα Τολστόι καί τοῦ Ἀνατόλ Φράνς σχετικά μέ τόν ρωσσο-ιαπωνικό πόλεμο, μέ βάση τά κείμενά τους.  Γιά τίς ἀπόψεις τοῦ Τολστόι ἔλαβα ὑπ’ ὄψιν τόν τόμο Dernieres Paroles (trad. J. Wladimir Bienstock, Mercure de France, Paris 1905), ἀλλά καί τό δοκίμιο πού ἐπιγράφεται Τό τέλος τῆς ἐποχῆς μας (μετ. Σπ. Γ. Φραγκόπουλου, ἐκδ. Χ. Φέξης, ἐν Ἀθήναις 1923).
Κατ’ ἀρχάς ὁ Ρῶσσος μυθιστοριογράφος ἀποδίδει σέ διάφορα σημεῖα τοῦ τόμου Dernieres Paroles τήν εὐθύνη γιά τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰαπώνων στόν ἴδιο τόν τσάρο τῆς Ρωσσίας. Ἀντιθέτως ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ Νικόλαος Κασάτκιν «δέν φαίνεται νά διαμόρφωνε μία θεολογικῶς ἐμπνευσμένη κριτική πρός τό τσαρικό καθεστώς» (Θ.Ν. Παπαναθασίου, σ. 24). Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ τσάρου, ὁ Τολστόι διατείνεται ὅτι «ἡ νίκη τῶν Ἰαπώνων δέν ἔχει ὡς αἰτίαν τήν κακήν τῆς Ρωσσίας διοίκησιν ἤ τήν ἀθλίαν κατάστασιν τῶν Ρωσσικῶν στρατευμάτων. Ἔχει ὡς αἰτίαν τήν μεγάλην ὑπεροχήν τῶν Ἰαπώνων ὑπό στρατιωτικήν ἔποψιν (Τό τέλος τῆς ἐποχῆς μας, σ. 10). Καί ἐν συνεχείᾳ καταγράφει ἀναλυτικά ὁ Ρῶσσος λογοτέχνης τά αἴτια τῆς νίκης τῶν Ἰαπώνων στόν πόλεμο τοῦ 1904: «Ὁ Ἰάπων ἐνίκησεν οὐχί διότι οἱ Ρῶσσοι εἶνε ἀσθενεῖς, ἀλλά διότι εἶνε ἴσως ὁ ἰσχυρότερος τῶν λαῶν τῆς ὑφηλίου κατά γῆν καί κατά θάλασσαν. Δεύτερον, διότι οἱ Ἰάπωνες εἶνε φύσει ἀνδρειότεροι καί μᾶλλον ἀδιάφοροι πρός τόν θάνατον, παρ’ ὅσον εἶνε σήμερον οἱ χριστιανικοί λαοί. Τρίτον, διότι ἡ στρατιωτική φιλοπατρία, ἡ ὅλως ἀσύμφωνος τόν πρός τόν χριστιανισμόν, διαχέεται ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ μεταξύ τῶν Ἰαπώνων. Τέταρτον, διότι  ὡς ἐκ τῆς δουλικῆς αὐτῶν ὑποταγῆς εἰς τήν ἰσχύν τοῦ δεσποτισμοῦ τοῦ ἀποθεωθέντος Μικάδου, ἔχουσι τάς δυνάμεις μᾶλλον συγκεντρωμένας, μᾶλλον ἡνωμένας ἤ ὅσον οἱ λαοί οἱ ἀπηλλαγμένοι τῆς δουλικῆς ὑποταγῆς. Ἐν μιᾷ λέξει οἱ Ἰάπωνες εἶχον καί ἔχουσιν ἀσύγκριτον ὑπεροχήν καθότι δέν εἶνε χριστιανοί. (Τό τέλος τῆς ἐποχῆς μας, σσ. 10-11).
Παράλληλα, ὁ Τολστόι ἐπικρίνει τήν στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπέναντι στόν πόλεμο: «Σέ ὅλην τήν Ρωσσία, ἀπό τό παλάτι ὥς τό τελευταῖο χωριό, οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας πού ἀποκαλεῖται χριστιανική, ἐπικαλοῦνται τόν Θεό πού ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς, τόν Θεό τῆς ἀγάπης, γιά νά βοηθήσει στό ἔργο τοῦ διαβόλου, νά βοηθήσει στήν δολοφονία τῶν ἀνθρώπων». Τήν ἴδια στιγμή, «οἱ ἄνθρωποι πού μένουν στά σπίτια τους», γράφει ὁ Τολστόι, «ἀπολαμβάνουν τά νέα τῆς δολοφονίας τῶν ἀνθρώπων καί ὅταν μαθαίνουν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί σκοτωμένοι Ἰάπωνες, εὐχαριστοῦν κάποιον πού τόν ὀνομάζουν Θεό».
Καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Τολστόι διερωτᾶται: «Πῶς ἕνας πιστός, ἤ ἀκόμη ἕνας μή πιστός ἀλλά διαπνεόμενος ἀπό τό χριστιανικό ἰδεῶδες τῆς ἀδελφοσύνης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἀγάπης, ἀπό τό ὁποῖο ἐμπνέονται τά ἔργα τῶν φιλοσόφων καί τῶν καλλιτεχνῶν τῆς ἐποχῆς μας, πῶς ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ νά πάρει ἕνα ὅπλο ἤ νά σταθεῖ δίπλα σ’ ἕνα κανόνι καί νά στοχεύσει πρός τό πλῆθος τῶν ὁμοίων του μέ τήν ἐπιθυμία νά τούς σκοτώσει;». Χρέος τῶν χριστιανῶν εἶναι, τονίζει ὁ Ρῶσσος μυθιστοριογράφος, νά ἀγαποῦν τούς ἐχθρούς τους καί μάλιστα νά τούς διδάσκουν «τήν δικαιοσύνη, τήν ἀγάπη ὄχι διά τῶν λόγων ἀλλά διά τῶν παραδειγμάτων τῆς ζωῆς τους». Ὑπό τήν ὀπτική αὐτή, ὁ Τολστόι συμπεραίνει χαρακτηριστικά ὅτι «ἐάν πράγματι ἀγαπούσαμε τούς ἐχθρούς, ἐάν τουλάχιστον ἀρχίζαμε νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, τούς Ἰάπωνες, δέν θά εἴχαμε ἐχθρούς».
Καί στά δύο ἀναφερθέντα ἀποσπάσματα ὁ Τολστόι προτάσσει τήν εὐαγγελική διδασκαλία περί τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς, ἀπό τήν ὁποία ὅμως ἀπομακρύνονται, κατά τήν γνώμη του, οἱ συμπατριῶτες του. Ἔχει πάντως ἐνδιαφέρον ὅτι ἀπέναντι στίς παραπάνω τοποθετήσεις τοῦ Ρώσσου συγγραφέα ὁ Νικόλαος Κασάτκιν σημειώνει: «Ὁ κόμης Τολστόι ἀδικεῖ τήν Ρωσία καί οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις του ἀπολήγουν σέ οὐτοπία». Στό σημεῖο αὐτό ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος βιβλίου ἐπισημαίνει ὅτι δέν ψέγει την ἀποστασιοποίηση τοῦ μεγάλου λογοτέχνη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλά μᾶλλον χαρακτηρίζει ὡς ἀνεδαφικό τόν ἀπόλυτο πασιφισμό του» (Θ.Ν. Παπαθανασίου, σσ. 36-37).
Ἄς δοῦμε τώρα τίς τοποθετήσεις τοῦ Φράνς, ὅπως αὐτές διατυπώθηκαν στά ἄρθρα του «La guerre» («LHumanité», 23.4.1904) καί «Paradoxes sur la guerre russo-japonaise» («Neue Freie Press», Σεπτ. 1904). Τό ἄρθρο «La guerre» εἶχε ἀρχικά συμπεριληφθεῖ στόν τόμο Aux victims de la guerre russo-japonaise (ed. Edouard Pelletan, Paris 1904). Ἀργότερα, καί τά δύο κείμενα συμπεριελήφθησαν στό βιβλίο «Sur la pierre blanche» (σελ. 194-202 καί 206-219 τῆς γαλλικῆς ἔκδοσης ἀντιστοίχως) τοῦ γάλλου συγγραφέα, τό ὁποῖο πολύ παλαιότερα εἶχε μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά (Ἀνατόλ Φράνς, Πάνω στήν ἄσπρη πέτρα, μετ. Π. Πικρός, Ἐκδ. Θεοφανίδη-Λαμπαδαρίδη, Ἀθήνα 1926).

Στό ἄρθρο «Ὁ πόλεμος» ὁ Φράνς ἀναφέρεται πολύ γενικά στόν πόλεμο, ἐνῶ συμπεραίνει ὅτι «ἡ παγκόσμια εἰρήνη θά ἔρθει μιά μέρα, ὄχι γιατί οἱ ἄνθρωποι θά γίνουν καλύτεροι (αὐτό εἶναι μία χίμαιρα νά τό ἐλπίζουμε), ἀλλά διότι μία νέα τάξη πραγμάτων, μία νέα ἐπιστήμη, οἱ νέες οἰκονομικές ἀναγκαιότητες θά τούς ἐπιβάλλουν τό κράτος τῆς εἰρήνης, ὅπως ἄλλοτε οἱ ἴδιες συνθῆκες τῆς ὕπαρξής τους τούς διατηροῦσαν στό κράτος τοῦ πολέμου» (σ. 202). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό συγκεκριμένο ἄρθρο ὁ Ἀνατόλ Φράνς δέν ἀναφέρεται καθόλου στόν ρωσσο-ιαπωνικό πόλεμο, παρά τό γεγονός ὅτι τό κείμενό του δημοσιεύθηκε σ’ ἕναν τόμο ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιεωρμένο σ’ αὐτόν, ἀλλά παρουσιάζει γενικά τίς ἀπόψεις του περί τοῦ πολέμου.

Ἀντιθέτως, τό ἄρθρο «Παράδοξα τοῦ ρωσσο-ιαπωνικοῦ πολέμου» εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένο στόν πόλεμο τοῦ 1904.  Ἄν και ἡ ἐφημερίδα«Le Parisien» (3.4.1904) διατείνεται ὅτι «ἡ Ρωσσία ἀντιπροσωπεύει γιά μᾶς ὄχι μόνον τήν λευκή φυλή σέ πόλεμο μέ τήν κίτρινη φυλή, ἀλλά τήν ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ πού μάχεται το πνεῦμα τῆς βαρβαρότητας», ἐκφράζοντας  οὐσιαστικά τίς ἀπόψεις τοῦ γάλλου οἰκονομολόγου Edmomd Thery (1854-1925), δίνοντας μίαν ἄλλη διάσταση στόν πόλεμο τοῦ 1904, ὁ Ἀνατόλ Φράνς ὑποστηρίζει ὅτι «αὐτό πού πληρώνουν οἱ Ρῶσσοι στίς θάλλασσες τῆς Ἰαπωνίας καί στά φαράγγια τῆς Μαντζουρίας δέν εἶναι μόνον ἡ ἄπληστη καί κτηνώδης πολιτική τους στήν Ἀνατολή, εἶναι ἡ ἀποικιακή πολιτική ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης» (σ. 211). Ἔτσι καταλήγει στό συμπέρσμα ὅτι αὐτή ἡ πολιτική ἐκφράζεται τόσο ἀπό τήν παλαιά Εὐρώπη, ὅσο καί ἀπό τήν νέα Εὐρώπη  (Ἀμερική), οἱ ὁποῖες «ἔχουν θεσπίσει τόν οἰκονομικό πόλεμο. Κάθε ἔθνος βρίσκεται σε βιομηχανικό πόλεμο μέ τά ἄλλα ἔθνη» (σ. 215). Ἡ συγκεκριμένη ἑρμηνεία τοῦ Φράνς θυμίζει ὁπωσδήποτε τήν παλαιότερη τοποθέτηση τοῦ Πιότρ Κροπότκιν ὅτι «τόσο στή Ρωσία ὅσο καί στήν Ἀγγλία, τόσο στή Γερμανία ὅσο καί στή Γαλλία, κανένας δέν πολεμάει γιά τά ὡραῖα μάτια τῶν βασιλιάδων∙ πολεμοῦν γιά νά πλουτίσουν οἱ βαρόνοι τοῦ μεγάλου χρηματιστικοῦ καί βιομηχανικοῦ κεφαλαίου (ἑλλ.ἔκδ.: Λόγια ἑνός ἐπαναστατημένου, μετ. Β.Τομανᾶς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 57). 
Ἐξ ἄλλου, ἔχει ἐνδιαφέρον τό γεογνός ὅτι ὁ Φράνς συμφωνεῖ τρόπον τινα μέ τόν Τολστόι, ὅταν γράφει ὅτι οἱ Ἰάπωνες «πολεμοῦν καλύτερα ἀπό τούς Εὐρωπαίους» (σ. 209), ἐνῶ ἡ Ρωσική αὐτοκρατορία «ἔδειξε τήν μεγάλη ἀδυναμία καί τό βάθος τῆς ἀποδιοργάνωσής της» (σ. 217).
Φαίνεται λοιπόν ἀπό τά παραπάνω ὅτι, ἐνῶ ὁ Νικόλαος Κασάτκιν προτείνει, στήν Ἐγκύκλιο τῆς 11ης Φεβρ. 1904, μία ἐκκλησιοκεντρική, ἄς ποῦμε καί μετριοπαθή, ἑρμηνεία σέ σχέση μέ τήν τοποθέτηση τῆς διοικούσας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στόν ρωσσο-ιαπωνικό πόλεμο τοῦ 1904, καί χωρίς πάντως νά ἐμπνέεται ἀπό κάποιον στενόμυαλο ἐθνικισμό, ὁ Τολστόι καταδικάζει συλλήβδην τήν στάση τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, θεωρώντας ὅτι αὐτή δέν συνάδει μέ τήν εὐαγγελική ἀρχή τῆς ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς. Βεβαίως, ὁ Τολστόι δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτική διάσταση τοῦ ζητήματος, τήν ὁποία ἐξ ἀντιθέτου ἐπιχειρεῖ νά ἀναδείξει ὁ Φράνς, πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ρωσσικο-ιαπωνικός πόλεμος εἶναι μία κατ’ ἐξοχήν ἔκφραση τῆς ἀποικιοκρατικῆς πολιτικῆς τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς. Ὁ Φράνς δέν φαίνεται νά ἔχει ὑπ’ ὄψιν τά κείμενα τοῦ Τολστόι, παρά τό γεγονός ὅτι ἀμφότεροι συμφωνοῦν στήν καλύτερη στρατιωτική ὀργάνωση καί δράση τῶν Ἰαπώνων ἔναντι τῶν Ρώσσων καί τῶν Εὐρωπαίων.  Ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι οὔτε ὁ Τολστόι οὔτε ὁ Φράνς ἐγνώριζαν τήν τοποθέτηση τοῦ Νικολάου Κασάτκιν.

(Στέπα 12, 2019, σσ.386-390)

Δημήτρης Μπαλτᾶς

Γιορτή καί μνήμη

Ἡ γιορτή γενικά, καί ἀσφαλῶς καί ἡ σημερινή γιορτή, λειτουργεῖ πάντοτε κατά ἕνα τρόπο ἀναμνηστικό καί ὑπομνηματιστικό, δηλαδή ὡς ἀνάμνηση καί ὑπόμνηση ἑνός προσώπου ἤ ἑνός γεγονότος τοῦ παρελθόντος πού θέλουμε νά διατηρήσουμε ἀναλλοίωτα στόν χρόνο, διότι αὐτά ἐξέφρασαν ἄλλοτε ἕνα ἀξιακό πνεῦμα πού σέ ὁρισμένο βαθμό μπορεῖ νά ἀποτελέσει ὁδοδείκτη καί σήμερα. Ἐδῶ λοιπόν, μέ τήν ἐκδήλωση τῆς γιορτῆς ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν μνήμη, τό παρελθόν γίνεται παρόν καί μάλιστα παρέχει ἕνα νόημα στήν ὕπαρξή μας, τήν ἀτομική καί τήν ἐθνική.  
Τό πρῶτο στοιχεῖο πού θέλω νά ἐπισημάνω, εἶναι ὅτι ἡ γιορτή ἀφορᾶ πρόσωπα ἤ γεγονότα, πού ἐπιμένουμε – καί καλῶς πράττουμε καί ἐπιμένουμε – νά διατηροῦμε ζωντανά στόν χρόνο. Γιορτάζουμε πρόσωπα ἤ γεγονότα, ἀλλά ὄχι ἰδέες, ἤ, σέ τελική ἀνάλυση, γιορτάζουμε πρόσωπα πού ἐνσάρκωσαν ἰδέες. Ἔτσι ἡ γιορτή ἀποκτᾶ ἕναν ἰδιαίτερο ἀντιστασιακό στήν ροή τοῦ χρόνου καί στό ἐνδεχόμενο ἀμνησίας χαρακτήρα.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι χρήσιμα ὁρισμένα παραδείγματα κατ’ ἀνάγκην ἐπιλεκτικά. Ἔτσι μέ τίς θρησκευτικές ἑορτές ἐπαναφέρουμε στήν μνήμη πρόσωπα καί γεγονότα τῆς χριστιανικῆς-ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Μέ τήν προσωπική μας ἑορτή ἀνακαλοῦμε στήν μνήμη ἕναν ἄνθρωπο πού ξεπέρασε τά συνήθη φυσικά καί ἠθικά ὅρια καί ἔφτασε σέ κάτι μοναδικό, πού ἄλλοτε ὀνομάζαμε καλοκἀγαθία καί τώρα ὀνομάζουμε ἁγιότητα. Μέ τήν γιορτή τῆς Πρωτομαγιᾶς, φέρνουμε στήν μνήμη τά γεγονότα τῆς 1ης Μαΐου τοῦ 1886, ὅταν τά ἐργατικά συνδικάτα στό Σικάγο διεκδίκησαν καλύτερες συνθῆκες ἐργασίας. Μέ τήν σημερινή ἐθνική ἑορτή τοῦ τόπου μας, ἐπαναφέρουμε στήν συλλογική μνήμη πρόσωπα (Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Κανάρης, Μπουμπουλίνα, Μαυρογένους κ.ἄ.) καί γεγονότα (τήν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς, τήν μάχη στά Δερβενάκια, τήν καταστροφή τῆς Χίου καί τῶν Ψαρῶν, τήν μάχη τῆς Ἀλαμάνας κ.ἄ.), γιά τήν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ τόπου μας κατά τά ἔτη 1821-1829.  
Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο, ἐξίσου βασικό γιά τό θέμα μας, εἶναι ὅτι ἡ γιορτή συνδέεται πάντοτε μέ γεγονότα πού εἶναι ἀφορμή χαρᾶς, ὄχι πάντοτε στήν ἐξέλιξή τους, ἀλλά κυρίως στό ἀποτέλεσμά τους. Καί ἐπειδή σήμερα ἐπαναφέρουμε στήν συλλογική μνήμη τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀναδεικνύουμε, ὅπως εἶναι φυσικό, τόν ἡρωϊσμό πού ἐπέδειξαν οἱ πρόγονοί μας, τούς τόπους πού ἔδρασαν καί γενικότερα τήν συμβολή τους στήν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας. Ἀλλά ἐπειδή ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ὅπως καί κάθε ἐπανάσταση, εἶναι ἕνα ἀνορθολογικό, στήν ἐξέλιξή του καί στήν διαχείρισή του, γεγονός, δηλαδή ἕνα γεγονός στό ὁποῖο ἐπισυμβαίνουν ἐνίοτε ἀνορθολογικές πράξεις τῶν ἐπαναστατῶν ἤ ἄλλων προσώπων, εἶναι γνωστό ὅτι καί στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 συνέβησαν γεγονότα λίγο-πολύ ἀνορθολογικά, ὅπως λ.χ. ἡ σφαγή τῶν Τούρκων τῆς Τριπολιτσᾶς ἤ τό γεγονός ὅτι στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 συμμετεῖχαν καί Τοῦρκοι οἱ ὁποῖοι πάντως καταπιέζονταν ὑπό τῶν ὁμοεθνῶν τους ἤ ἀκόμη τό γεγονός ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς ἐποχῆς ἔκανε ἔρανο ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων ὕστερα ἀπό τήν σφαγή τῆς Χίου, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη ρωσική πολιτική συμπορευόταν μέ τίς ἀρχές τῆς λεγόμενης Ἱερᾶς Συμμαχίας. Ἀλλά αὐτά τά ἰδιάζοντα ἀνορθολογικά γεγονότα δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναδεικνύονται στό πλαίσιο τοῦ σχολείου παρά μόνον ὡς τρόποι διαπαιδαγώγησης καί μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Θά ἔλεγα ὅτι αὐτά τά στοιχεῖα, πού βεβαίως δέν εἶναι μικρότερης σημασίας, μποροῦν νά ἐπισημανθοῦν καί νά ἀναδειχθοῦν καλύτερα καί ἀκριβέστερα σ’ ἕνα πλαίσιο ἔρευνας ἤ συνεδρίου.
Τό τρίτο πού θέλω νά τονίσω σήμερα, εἶναι ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κριτήριο τῆς ταυτότητάς του. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅταν κάποιος παθαίνει ἀ-μνησία, οὐσιαστικά λησμονεῖ τήν ἴδια τήν ταυτότητά του, καί ἀσφαλῶς στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος του. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ μνήμη δέν εἶναι ἁπλῶς μία λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλά συνδέεται μέ τό Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ἕνα γεγονός ὀντολογικό.  Μάλιστα, σέ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο, ἐάν ἕνας λαός ἀπωλέσει τήν ἱστορική του μνήμη, θά ἀπωλέσει κατ’ οὐσίαν καί σταδιακά τήν ἱστορική του ταυτότητα καί κατά ταῦτα καί τήν ἐθνική του προσωπικότητα.
Ἔτσι ἡ σημερινή γιορτή διασώζει τήν μνήμη, συνιστᾶ μνήμη, ἕνα εἶδος μνημοσύνου γιά ἐκείνους πού σέ κάθε περίπτωση, ἀκόμη καί στόν φοβερό ἐμφύλιο πόλεμο πού διεξήχθη μεσούσης τῆς Ἐπανάστασης, ἀγάπησαν ἀσφαλῶς τήν ἐλευθερία περισσότερο ἀπό τήν δουλεία. Ὅπως σ’ ἕνα μνημόσυνο ἀγαπημένου προσώπου συγκινούμαστε, ἐπαναφέροντας συνήθως στήν μνήμη στιγμές τοῦ κοινοῦ μας βίου, εἶναι ἀπολύτως φυσικό, ἀλλά ἀπό μιᾶς διαφορετικῆς πλευρᾶς, νά αἰσθανθοῦμε μία ἀνάλογη διάθεση, δέν ἐννοῶ ἕνα γλυκανάλατο ρομαντισμό πλαισιωμένο μέ ἐθνικιστική ρητορική, καί στήν σημερινή γιορτή μνήμης ξένων, γνωστῶν μόνον κατ’ ὄνομα, μακρινῶν ἀπό τίς διαστάσεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, ἀνθρώπων, ἀλλά καί γεγονότων, πού ἐμεῖς δέν γνωρίσαμε καί δέν ζήσαμε, τά οποῖα ἐντούτοις ἐξακολουθοῦν νά παρέχουν μοναδικό νόημα στήν ἐθνική μας προσωπικότητα: τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία.

(ἐφημ. Χριστιανική 22.3.2019)