Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013



Δημήτρης Μπαλτᾶς

Ὄψεις τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας
στήν ρωσσική σκέψη τοῦ 19ου αἰ.

Ἡ θεωρία τοῦ ἀναρχισμοῦ (= ἐπαναστατικοῦ σοσιαλισμοῦ) ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερο κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως. Ἀπό μεθοδολογικῆς πλευρᾶς, ὁ Ν. Μπερντιάγιεφ (1874-1948) προτείνει τήν διάκριση τοῦ ἀναρχισμοῦ ἀπό τήν ἀναρχία, ὅταν γράφει ὅτι «ὁ ἀναρχισμός εἶναι ἀντίθετος ὄχι στήν τάξη, στή δομή, στήν ἁρμονία, ἀλλά στήν ἐξουσία, στή βία, στήν αὐτοκρατορία τοῦ Καίσαρα». Ἡ ἀναρχία εἶναι χάος καί δυσαρμονία, δηλαδή ἀσχήμια» (βλ. Δ. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι, 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002, σ. 112). Πέρα ἀπό τήν διάκριση αὐτή μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά συμφωνήσει ἤ νά διαφωνήσει κανείς, εἶναι γεγονός ὅτι μεγάλοι εἰσηγητές τῶν ἀναρχικῶν θεωριῶν ἦσαν οἱ Ρῶσσοι πρίγκηπες Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876) καί Πιότρ Κροπότκιν (1842-1921), οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν ὁμοιότητες ἀλλά καί διαφορές στίς ἀντιλήψεις τους.
Δέν εἶναι ἴσως πολύ γνωστό ὅτι ὁ Μπακούνιν διακρίνει, μεταξύ ἄλλων, τήν πατρίδα ἀπό τό κράτος. Στό πλαίσιο αὐτό γράφει χαρακτηριστικά ὅτι «ἡ Πατρίδα ἀντιπροσωπεύει τό ἱερό καί ἀδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου, κάθε ὁμάδας ἀνθρώπων, ἑνώσεων, κοινοτήτων, περιοχῶν, ἐθνῶν νά αἰσθάνονται, νά σκέπτονται, νά δροῦν μέ τόν δικό τους τρόπο» (H. Arvon, Μπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Ἀθήνα, 2009, σ. 112).
Ὁπωσδήποτε ὁ καταπιεστικός χαρακτήρας τοῦ κράτους, πού προκαλεῖ τήν ἀπέχθεια τοῦ Μπακούνιν, συνδέεται καί μέ ἄλλους θεσμούς πού λειτουργοῦν καταπιεστικά ὅπως εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ θρησκεία. Στό σημεῖο αὐτό θά τονισθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀπορρίπτει τόν ἔντονο κρατισμό πού διαφαίνεται σταδιακά μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἔχει λεχθεῖ ὅτι «ἀπό τό 1866 ὁ Μπακούνιν προβλέπει ὅτι τό δεσποτικό Κράτος πού δημιουργεῖται ἀπό τόν κομμουνισμό θά γεννήσει μιά ἐκμεταλλεύτρια καί προνομιοῦχο τάξη, δηλαδή τή γραφειοκρατία» (H. Arvon, ὅ.π., σ. 101).
Ἕνα ἄλλο κεντρικό σημεῖο τῆς θεωρίας τοῦ Μπακούνιν πού εἶναι ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός του, ὁ ὁποῖος διαμορφώνεται, ἐπίσης σταδιακά, στήν σκέψη του μέχρι τό ἔργο του «Θεός καί κράτος» (1882). Ἐνῶ δέχεται ὅτι «δέν ἀρνούμαστε τήν ἱστορική ἀναγκαιότητα τῆς θρησκείας» (Η. Arvon, ὅ.π., σ. 130), ἐν συνεχείᾳ ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική ἐναντίον τοῦ ἱστορικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀρνούμενος παράλληλα τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ. Ἀσφαλῶς τά ἐπιχειρήματα τοῦ Μπακούνιν ἐμπεριέχουν μία ἱστορική ἀλήθεια ἤ καί μία λογικοφάνεια. Ὡστόσο, ἀποφάνσεις τοῦ Μπακούνιν ὅπως «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, τό ἀγαθό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ψέμα, ἡ ἀδικία, τό κακό» (H. Arvon, ὅ.π., σ. 132) εἶναι προφανῶς αὐθαίρετες.
 Πνεῦμα ἀνήσυχο, μέ ἀρνητική τῶν πάντων διάθεση, φύση ἐπαναστατική, ὁ Μπακούνιν προκάλεσε τό ἐνδιαφέρον ἀλλά καί τήν ἀπόρριψη τῶν συγχρόνων του (λ.χ. τοῦ Προυντόν, τοῦ Μάρξ κ.ἄ.). Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ἰβάν Τουργκένιεφ παρουσίασε λογοτεχνικά τήν φυσιογνωμία τοῦ Μπακούνιν στό ἀριστούργημά του «Ρούντιν», στό ὁποῖο ὁ ὁμώνυμος ἥρωας πεθαίνει στά ὁδοφράγματα τοῦ Παρισιοῦ (ἑλλην. μετ. Ζ. Νάσιουτζικ, Πλέθρον, Ἀθήνα, 1982, σσ. 148-149).  
Στό σημεῖο αὐτό -καί προτοῦ νά ἀναφερθῶ στόν δεύτερο σημαντικό εἰσηγητῆ τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας στήν Ρωσσία- θά σημειώσω ὅτι ὁ Μπακούνιν οὐδέποτε ἀπεδέχθη τίς μακιαβελικῆς ἀποχρώσεως ἀπόψεις τοῦ Σ. Νετσάγιεφ (1847-1882) πού οἱ μεταγενέστερες γενιές τῶν Ἀναρχικῶν ἐπικαλοῦνται ἐνίοτε κατά τήν τέλεση βιαίων πράξεων. Εἶναι πάντως γεγονός ὅτι ὁ μεγάλος Ρῶσσος μυθιστοριογράφος Φ. Ντοστογιέφσκι (1821-1881) ἀπεικόνισε λογοτεχνικά τήν μορφή τοῦ Σ. Νετσάγιεφ στό πρόσωπο τοῦ Πιότρ Βερχοβένσκι στούς Δαιμονισμένους. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι διέθετε πολλές πληροφορίες γιά τήν ριζοσπαστική ὀργάνωση τοῦ Νετσάγιεφ, διότι τόν φοιτητῆ Ἰβάνωφ, τόν ὁποῖο ἐκτέλεσε ὁ ἴδιος ὁ Νετσάγιεφ τό 1869, τόν εἶχε γνωρίσει προσωπικά ὁ κουνιάδος τοῦ Ρώσσου μυθιστοριογράφου (Βλ. σχετικῶς Μ. Μπράουν, Ντοστογιέφσκι. Ἡ ζωή του μέσα ἀπό τό ἔργο του, μετ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Ἐκδόσεις Ἐκκρεμές, Ἀθήνα 2008, σ. 283).
Ὁ δεύτερος μεγάλος Ρῶσσος ἀναρχικός εἶναι ὁ Πιότρ Κροπότκιν. Ἐνῶ ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τήν καταστροφή τοῦ κράτους ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἀναδιοργάνωση τῆς κοινωνίας (H. Arvon, ὅ.π., σ. 177), ὁ Κροπότκιν ἀναφέρεται στό ἀσύμβατο μεταξύ τοῦ κράτους καί τῆς ἐπαναστάσεως.
Κατά μία ἄποψη, ὁ Κροπότκιν «ἔβλεπε σάν θεμέλιο τῆς ἐλεύθερης κοινωνίας τήν ἀλληλοβοήθεια πού ὑπῆρχε στίς προκαπιταλιστικές κοινωνίες καί ἐπιζοῦσε ἀκόμη στίς ἀγροτικές κοινότητες τῆς Ρωσσίας» (Ol. Clement, Tό πνεῦμα τοῦ Σολζενίτσυν, μετ. Ἑ. Δαλαμπίρα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, χ.χ., σ. 314). Προφανῶς ἡ ἄποψη αὐτή ἐρείδεται στό ἔργο τοῦ Κροπότκιν «Ἀλληλοβοήθεια», ὅπου πράγματι ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ἀναφέρεται στίς προσπάθειες τῆς κοινοτικῆς ἰδιοκτησίας τῆς Ρωσσίας (ἑλλην. μετ. Ε. Στεφανοπούλου, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2009, σσ. 209-210).
Μεταξύ τῶν ἐνδιαφερόντων σημείων τῆς θεωρίας τοῦ Κροπότκιν εἶναι ἡ ἠθική τοῦ ἀναρχισμοῦ, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ τόσο στό εὐσύνοπτο κείμενο «Ἡ ἀναρχική ἠθική» ὅσο καί στό ἐκτενές ἔργο «Ἠθική». Στό πρῶτο ἐξ αὐτῶν κείμενο διατυπώνει τήν θέση: «Κάνε στούς ἄλλους αὐτό πού θά ἤθελες νά κάνουν ἐκεῖνοι σέ σένα ὑπό τίς ἴδιες περιστάσεις» (Ἡ ἀναρχική ἠθική, μετ, Ν. Ἀλεξίου, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 2000, σ. 45). Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀναλυτικότερη «Ἠθική» τοῦ Κροπότκιν ἀποτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, μία κριτική ἱστορική παρουσίαση τῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀπό τούς πρωτογόνους λαούς μέχρι καί τόν 19ο αἰ. Ἀκριβέστερα ὁ Κροπότκιν θεωρεῖ τήν ἀλληλοβοήθεια καί τήν δικαιοσύνη ὡς τίς βάσεις τῆς νατουραλιστικῆς ἠθικῆς θεωρίας του (βλ. σχετικῶς «Ἠθική», μετ. Β. Τομανάς, Νησίδες, σσ. 36-37). Ἀπορρίπτει δέ ὁ Κροπότικιν τήν ἠθική τοῦ χριστιανισμοῦ, καθ’ ὅσον καί ὁ ἴδιος διαπιστώνει μία «ἀσυμφωνία ἀνάμεσα στίς ἠθικές ἐντολές τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί στή ζωή τῶν κοινωνιῶν πού αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανικές» («Ἠθική», ὅ.π., σ. 31). Νομίζω ὅμως ὅτι ἀπό τήν μή ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν ὑπό τῶν χριστιανῶν δέν συνάγεται ὅτι ἡ ἠθική τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἀπορριπτέα.
Οἱ παράμετροι τῆς θεωρίας τοῦ ἀναρχισμοῦ ὅπως αὐτές παρουσιάζονται στά ἔργα τῶν Ρώσσων θεωρητικῶν Μ. Μπακούνιν καί Π. Κροπότκιν προκάλεσαν ἰδιαιτέρως τήν ἀντίδραση τῶν ἐκπροσώπων τοῦ λεγομένου «ἐπιστημονικοῦ σοσιαλισμοῦ». Ἔτσι οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐπικρίθηκαν τόσο ἀπό τόν Κ. Μάρξ ὅσο καί ἀπό τόν Βλ. Λένιν (1870-1924, καί μάλιστα θεωρητικά καί πρακτικά. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μπακούνιν καί οἱ ὀπαδοί του ἐκδιώχθηκαν κατά τό 1872 ἀπό τήν «Διεθνῆ». Ἀργότερα, ὅταν οἱ μπολσεβίκοι κυριάρχησαν στήν Ρωσσία, ὁ Κροπότκιν πού ἀρχικά χαιρέτησε τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἄσκησε ἐν συνεχείᾳ σκληρή κριτική στόν Λένιν, πρᾶγμα πού ὁδήγησε στήν ἀπομόνωσή του. Παράλληλα, τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Ἀναρχικοί συλλαβάνονταν καί φυλακίζονταν ἀπό τίς σοβιετικές Ἀρχές (Βλ. ἀναλυτικῶς Ἔ. Γκόλντμαν, Ἡ ἀπογοήτευσή μου στή Ρωσία, μετ. Δ. Κερεβάντη, Γ. Βαλοῦρδος, Ἀπόπειρα, Ἀθήνα 2009, σ. 88, σ.  128). Ἡ κηδεία τοῦ Π. Κροπότκιν θεωρεῖται ὅτι ἦταν καί ἡ τελευταία συγκέντρωση ὅπου κυμάτισαν οἱ μαῦρες σημαῖες τῶν Ἀναρχικῶν στήν Ρωσσία τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀναφερόμενη στήν κηδεία τοῦ Κροπότκιν, ἡ Ἔ. Γκόλντμαν γράφει ὅτι «καθώς ἡ πομπή περνοῦσε ἀπό τό Μουσεῖο Τολστόϊ, τά λάβαρα χαμήλωσαν, ἀποδίδοντας τιμή στή μνήμη ἑνός ἄλλου μεγάλου τέκνου τῆς Ρωσίας. Μιά ὁμάδα Τολστοϊκοί στά σκαλοπάτια τοῦ Μουσείου ἔπαιζαν τό ‘’Πένθιμο ἐμβατήριο’’ τοῦ Σοπέν, ἐκφράζοντας ἔτσι τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό τους γιά τόν Κροπότκιν» (Ἡ ἀπογοήτευσή μου στή Ρωσία, ὅ.π., σ. 205).
Στήν σύντομη σημερινή ἀναφορά στούς ἐκπροσώπους τῆς ἀναρχικῆς θεωρίας στήν ρωσσική σκέψη ἔγινε προσπάθεια νά σκιαγραφηθοῦν ὁρισμένες μόνον παράμετροι τῶν σχετικῶν ζητημάτων, περισσότερο ἤ λιγότερο γνωστές.
Τό 2014 συμπληρώνονται 200 χρόνια ἀπό τήν γέννηση τοῦ Μιχαήλ Μπακούνιν. Καί ἡ ἐπέτειος αὐτή εἶναι μία κατάλληλη εὐκαιρία νά ἐπανεκδοθοῦν (σέ καλύτερες μετσαφράσεις) καί νά ἀναγνωσθοῦν τά ἔργα του. Διότι νομίζω ὅτι στά χρόνια πού ἔχουν μεσολαβήσει, οἱ ἀσπαζόμενοι τίς ἀπόψεις τῶν μεγάλων αὐτῶν θεωρητικῶν τοῦ ἀναρχισμοῦ ἔχουν ἐλάχιστα ἀνατρέξει στά ἔργα τους.

(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στήν ἐφημ. Ρήξη)