Τρίτη 26 Μαρτίου 2013


Δημήτρης Μπαλτᾶς

Γκουστάβο Γκουττιέρες, Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης, μετ. Κ. Παλαιολόγος, Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα, 2012, σελ. 646

Ὕστερα άπό τέσσερις δεκαετίες μεταφράζεται καί στήν ἑλληνική τό βιβλίο τοῦ ἱερέα καί θεολόγου Γκ. Γκουτιέρρες. Τό ἔργο ἀποτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, τήν καλύτερη ἴσως σύνοψη τῶν ἰδεῶν τοῦ ὁμώνυμου κινήματος πού ἀναπτύχθηκε στίς χῶρες τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.
Εἶναι ἐξαιρετικά χρήσιμη ἡ ἐκτενής «Εἰσαγωγή» (σσ. 15-88) πού ἔχει προσθέσει ὁ Γκουτιέρρες στήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου κατά τό 1988, στήν ὁποία βασίστηκε καί ἡ παροῦσα μετάφραση. Στήν «Εἰσαγωγή» αὐτή ἐπισημαίνονται οἱ (ἀναμενόμενες, οὕτως ἤ ἄλλως) κρίσεις καί ἐπικρίσεις πού διατυπώθηκαν στά εἴκοσι χρόνια πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ κινήματος. Εἶναι βέβαιο ὅτι «ἡ περιθωριοποίηση τῶν ἰνδιάνων καί τῶν μαύρων εἶναι καταστάσεις πού δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε οὔτε ὡς ἀνθρώπινα ὄντα οὔτε ἀκόμα περισσότερο ὡς χριστιανοί» (σ. 27).
Συνοψίζει στήν «Εἰσαγωγή» τοῦ 1988 ὁ Γκουττιέρες τήν ἔννοια τῆς ἀπελευθέρωσης (σσ. 68-71), ἐνῶ τονίζει τήν ἄποψη τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ ὅτι «ἡ Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης δέν εἶναι μόνο ἐπίκαιρη ἀλλά εἶναι χρήσιμη καί ἀναγκαία» (σ. 83).
Ἀπό νωρίς ἔγινε κατανοητό, κατά τόν Γκουτιέρρες, ὅτι ἡ φτώχεια γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, εἶναι «ἀπότοκο τῆς ἀνάπτυξης ἄλλων χωρῶν» (σ. 129), οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν κυριαρχία οἰκονομική καί κοινωνική-πολιτική στούς λαούς της. Ἐάν ἀναζητηθεῖ μία ὁρισμένη λύση καί μάλιστα προταθεῖ σάν λύση ἡ ἐξέγερση τῶν λαῶν, αὐτή ἡ ἐξέγερση θά πρέπει νά παρουσιασθεῖ «ὡς διαμαρτυρία ἐνάντια στόν πλοῦτο» (σ. 131).
Ὅπως φαίνεται, ὁ σ. γνωρίζει καλῶς τόσο τίς σχετικές κοινωνιολογικές θεωρίες (βλ. ἐνδεικτικῶς σσ. 135-141, 200-207) ὅσο καί τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί ἑρμηνεῖες (βλ. ἐνδεικτικῶς σ. 146, σσ. 273-296, σσ. 330-365, σσ. 473-489). Μέ ἀφετηρία τήν «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης» παρέχεται μία νέα ἀνάγνωση τοῦ ἠθικοπλαστικοῦ χαρακτῆρα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος, ἡ ὁποία ἀφορᾶ σέ μία «πολιτική διάσταση» (σ. 160).
    Εἶναι «ὀδυνηρό» ἀλλά ἀναμφισβήτητο ὅτι «ἕνα εὐρύ τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει σχέσεις μέ ὅλους ὅσοι κατέχουν σήμερα τήν οἰκονομική καί πολιτική ἐξουσία στόν κόσμο» (σ. 177). Ἀσφαλῶς αὐτό δυσχεραίνει τήν προπάθεια τῶν ἱερέων πού προσανατολίζονται σ’ ἕνα διαφορετικό κοινωνικό στόχο. Ἔτσι εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀποσυνδεθεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν Λατινική Ἀμερική- καί ὅπου ἀλλοῦ- ἀπό τήν σχέση της μέ τήν καθεστηκυῖα τάξη, νά πλησιάσει τούς φτωχούς καί τούς περιθωριοποιημένους (πβ. σ. 257) καί νά ἔλθει σέ ρήξη μέ τήν «ἄδικη τάξη πραγμάτων» (σ. 262). Εἶναι πολύ διαφορετική καί ἐνδιαφέρουσα, νομίζω, ἡ ἑρμηνεία ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέως τῆς ἁμαρτίας ὡς «κοινωνικοῦ καί ἱστορικοῦ γεγονότος καί ὡς ἀπουσίας ἀδελφοσύνης καί ἀγάπης στίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων» (σ. 322). 
Ὁπωσδήποτε πάντως ἡ ἐπιστροφή τοῦ κόσμου μας στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ (βλ. σ. 425) εἶναι μᾶλλον ἀνέφικτη. Γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται κριτική καί αὐτοκριτική ὕστερα ἀπό ὥριμη σκέψη. Παραδέχεται ὁ σ. ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νά μεταβληθεῖ τό εὐαγγελικό κήρυγμα σέ «ἐπαναστατική ἰδεολογία» (σ. 449). Ἔτσι ὁ θεολογικός στοχασμός θά πρέπει, κατά τόν Γκουτιέρρες, νά στραφεῖ πρός τήν «στράτευση τῆς ἀγάπης» (σ. 493) γιά νά ἔχει ἐπικαιρότητα καί χρησιμότητα.
Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ θέσεις τοῦ κινήματος καί τοῦ βιβλίου πού παρουσιάζω σήμερα, χαρακτηρίζονται ἀπό ριζοσπαστική διάθεση, ἀνιδιοτέλεια καί προσεκτικό ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Σ’ ἕνα βαθμό, καί ἰδιαιτέρως  λόγῳ τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν καί ὁρισμένη ἐπικαιρότητα. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, -καί γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς- ἡ καθεστηκυῖα τάξη πραγμάτων οὔτε εὐνόησε οὔτε εὐνοεῖ αὐτόν τόν ριζοσπαστισμό ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω πάντως ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία (καί ὄχι μόνον ἐκ τῆς διδασκαλίας της) ἔρχεται σήμερα, περισσότερο ἤ λιγότερο, κοντά στόν κόσμο τῶν φτωχῶν καί καταφρονεμένων, ἔστω κι ἄν τό κίνημα τῆς «θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης» ἔχει ἱστορικά ἀποτύχει.